Δεν έχω να θυμάμαι κέικ από τη γιαγιά μου -από καμία από τις δύο.
Έχω όμως να θυμάμαι άλλα, διαφορετικά:
Τις πρώτες μελιτζάνες ιμάμ από τη γιαγιά Άρτεμη, με κάθε μπουκιά να έχει κι ένα κομματάκι αλμυρή φέτα να εξισορροπεί τη γλύκα της μελιτζάνας και την πλούσια σάλτσα ντομάτας. Απαραίτητη παπαρίτσα πριν ή μετά την κάθε μπουκιά, να μη μείνει ίχνος σάλτσας στο πιάτο.
Το πρωινό της γιαγιάς Μάνθας με γάλα-έκπληξη όπου αντί για κακάο έριχνε τρούφα σοκολάτα -αυτή για τα ροφήματα, όχι τη στλιπνή- και που καθόταν κάτω κάτω στην κούπα, κόλπο για να ρουφήξουμε όλο μας το γάλα και να φτάσουμε το γρηγορότερο στην γλυκιά έκπληξη που μας περίμενε στον πάτο: η τρούφα να στρογγυλοκάθεται, σοκολατένια και λαχταριστή.
Ανακαλείς αυτές τις αναμνήσεις κι αισθάνεσαι μια θαλπωρή, μια ζεστασιά, γίνεσαι ξανά παιδί και ξανανιώνεις στο πετσί σου τη χαρά, τον ενθουσιασμό, τις νέες συγκινήσεις της στιγμής, τις γεύσεις, την ανυπομονησία να ξαναπάς στη γιαγιά και να σε περιμένει με αυτό που μόνο εκείνη ήξερε να σου δίνει. Διαφορετικό της μαμάς, άλλη, γλυκιά εξίσου αίσθηση.
Γιαγιάδες. Δεν είχα σκεφτεί να γράψω για αυτές. Προέκυψαν από ένα κέικ. Το κέικ της γιαγιάς Κατερίνας της σεφ Ντίνας Νικολάου, έτσι όπως το βρήκα στο βιβλίο της “Η κουζίνα της μαμάς μου”. Γλυκό, απλό, καθημερινό και τόσο οικείο, με όλα όσα η οικογένεια της σεφ μοιραζόταν και μοιράζεται από γενιά σε γενιά, από εποχή σε εποχή.
Κι αυτό το κέικ με άγγιξε. Κι άγγιξε και τις ευαίσθητες χορδές με τις γιαγιάδες μου. Έχουν φύγει και οι δύο. Η μία πολύ νωρίς. Η άλλη σχετικά πρόσφατα. Τόσο διαφορετικές αλλά και τόσο κοντά η μία με την άλλη. Ήταν και οι δύο γιαγιάδες μου. Ήταν και οι δύο μέρος αυτού που είμαι τώρα.
Τις αγαπώ.
Εις το επανιδείν.